- λαμπροφορία
- η ношение роскошной праздничной одежды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαμπροφορία — η (AM λαμπροφορία) [λαμπροφορώ] νεοελλ. μσν. 1. το να φορά κάποιος πολυτελή ενδύματα 2. η περιβολή από νεοφώτιστους λευκής εσθήτας κατά την πρώτη εβδομάδα μετά το βάπτισμά τους αρχ. το να φορά κάποιος λευκά ενδύματα … Dictionary of Greek
λαμπροειμονία — λαμπροειμονία, ἡ (Μ) [λαμπροείμων] η λαμπροφορία … Dictionary of Greek
λαμπροφορικός — ή, ό [λαμπροφόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαμπροφορία … Dictionary of Greek